προβιομηχανικός

προβιομηχανικός
-ή, -ό, Ν
(οικον.-κοινων.) αυτός τού οποίου το τεχνολογικό επίπεδο δεν σχετίζεται με το επίπεδο τών βιομηχανικών περιοχών και που χαρακτηρίζεται από έναν τρόπο παραγωγής στον οποίο υπεισέρχονται παραδοσιακή συμπεριφορά και παραδοσιακές πεποιθήσεις ασύμβατες συνήθως με τους τύπους κοινωνικής οργάνωσης που επιβάλλονται από την εκβιομηχάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. preindustrial].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”